ἐξείλω

ἐξείλω
ἐξαιρέω
take out
aor ind mid 2nd sg
ἐξείλλω
disentangle
aor subj act 1st sg
ἐξείλλω
disentangle
pres subj act 1st sg
ἐξείλλω
disentangle
pres ind act 1st sg
ἐξείλλω
disentangle
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξειλώ — ἐξειλῶ, έω (AM) [ειλώ] 1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.) 2. μέσ. ἐξειλοῡμαι ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.) 3. απομακρύνομαι, ξεκόβω …   Dictionary of Greek

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • εξείλησις — ἐξείλησις, η (Α) [εξειλώ] το να ξεφεύγει κάποιος από λαβή, απαλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”